Περμ

Περμ
Πόλη στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (160.600 τετρ. χιλιόμετρα). Βρίσκεται στην προουράλια περιοχή, αριστερά του ποταμού Κάμα, αριστερού παραπόταμου του Βόλγα. Βρίσκεται 1.180 χλμ. προς ΒΑ της Μόσχας, επί της σιδηροδρομικής γραμμής Λένινγκραντ-Σβερντλόφσκ και στο σημείο συνάντησης σημαντικών συγκοινωνιακών αρτηριών. Είναι αξιόλογο ποτάμιο λιμάνι, αερολιμένας και βιομηχανικό κέντρο, αναπτυγμένο κυρίως στους τομείς μεταλλομηχανουργίας, χημικών προϊόντων, ειδών διατροφής και ξυλείας. Η πόλη ιδρύθηκε ως ρωσική αποικία (Γιεγκόσιχα ή Γιαγκόσιχα), τον 17o αι. και επεκτάθηκε μετά την ανακάλυψη, το 1723, κοιτασμάτων χαλκού και την κατασκευή εργοστασίων επεξεργασίας μεταλλευμάτων και έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας το 1781. Απόκτησε οικονομική σημασία με το άνοιγμα της ναυσιπλοΐας στον Κάμα (1856) και την κατασκευή σιδηρόδρομου. Το 1880, είχε 32.000 κάτ. και στα περίχωρα της βρισκόταν ένα μεγάλο χυτήριο κανονιών. Μετά τον A΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι βιομηχανίες της αναπτύχθηκαν σε σημαντικό βαθμό και η πόλη πήρε τη σημερινή όψη της με την ένωση της αρχαίας Π., των προαστίων Μιτοβίλιχα, Λέβσινο και Ζάκαμσκ. Οι βιομηχανικές συνοικίες εκτείνονται κατά μήκος της αριστερής όχθης του ποταμού, ενώ στη δεξιά βρίσκονται οι συνοικίες που αντιστοιχούν στον κλιματικό σταθμό της Ζάκαμσκ. Από το 1940 ως το 1955 η Π. ονομαζόταν Μολότοφ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ποπώφ, Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς — Ρώσος φυσικός (Τουρίνσκιε Ρούντνικι, Περμ 1859 – Πετρούπολη 1905), γνωστός για τα πειράματά του για τη λήψη των ραδιοκυμάτων. Έζησε ταπεινά, αφοσιωμένος στην επιστήμη. Γιος ιερέα, έκανε τις πρώτες σπουδές του στις ιερατικές σχολές του Δαλματόφ,… …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • Καμένσκι, Bασίλι — (Vasily Kamensky, Περμ 1884 – Μόσχα 1961).Ρώσος λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους βασικούς θεμελιωτές του φουτουρισμού. Η λυρική του ποίηση χαρακτηρίζεται από την έκσταση για την ύπαρξη και την αισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή. Στα ποιητικά του έργα… …   Dictionary of Greek

  • Μαμίν-Σιμπιργιάκ, Ντμίτρι Ναρκίσοβιτς — (Dmitrii Narkisovich Mamin Sibiryak, Βίζιμο Σαϊτάνσκι Ζαβόντ, Ουράλια 1852 – Πετρούπολη 1912). Ρώσος συγγραφέας. Σπούδασε στην ιερατική σχολή του Περμ και πρωτοεμφανίστηκε ως συγγραφέας το 1875 με μερικά διηγήματα και κατόπιν με το μυθιστόρημα… …   Dictionary of Greek

  • Ρετσέτνακοφ, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Αικατερίνενμπουργκ 1841 – Πετρούπολη 1871). Ρώσος συγγραφέας. Γιος νεωκόρου, σπούδασε στο Περμ και ύστερα έγινε δημόσιος υπάλληλος, έως ότου, το 1863, εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη, όπου τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το μυθιστόρημα Αυτοί από το… …   Dictionary of Greek

  • Χέρτσεν, Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς — (Μόσχα 1812 – Παρίσι 1870). Ρώσος συγγραφέας. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, από νέος όμως ακόμα συγκρότησε, μαζί με τον Ογκαριόφ, την πρώτη σοσιαλιστική ομάδα γαλλικής επίδρασης. Το 1834 εξορίστηκε στο Περμ, ξαναγύρισε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”